Statistics |
Επισκέπτες: 2476923
|
|
ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ "ΙΣΤΟΡΙΑΣ" |
Γράφει ο/η paris
|
12.11.09 |
ΜΥΘΟΣ ΠΡΩΤΟΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΞ ΥΠΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ.ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ: ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΤΟΥΣ ΒΗΜΑΤΑ.
Σήμερα, θα επιχειρήσουμε να καταρρίψουμε το μύθο πως η Ορθοδοξία υπήρξε «γέννημα θρέμμα» της Ελλάδας και «ανδρώθηκε» στα ελληνικά εδάφη ,όπως αυτά εκτείνονται στις ημέρες μας από το…Μύρτος του Λασιθίου μέχρι το… Ορμένιο του ΄Εβρου. Το ανιστόρητο αυτής της θεωρίας ,όσο κι αν είναι εύκολο να αποδειχθεί ,δεν είναι το ίδιο εύκολο να παγιωθεί στη συνείδηση των νέο-Ελλήνων, που έμαθαν «εξ απαλών ονύχων» στο ελληνο-ορθόδοξο σχολειό πως Ελλάδα και Ορθοδοξία είναι αναπόσπαστες έννοιες και δε νοείται η μια χωρίς στην άλλη. Τον εθνικο-ορθόδοξο αυτό «καλαματιανό», έσυραν παλιότερα «ιστορικοί»-μυθιστοριογράφοι της εθνικής μας «ιστορίας», με προεξάρχοντα, όπως αναφέραμε, τον Κων. Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία του πρώτα ως χριστιανός Ορθόδοξος και μετά ως ιστορικός . (Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο εν λόγω ιστορικός, χρίστηκε πανεπιστημιακός από το πανίσχυρο κράτος της εκκλησίας, λόγω (και κυρίως) αυτής της ιδιότητάς του . Το γένος αυτό των «ιστορικών» δεν εξέλιπε ακόμα, αλλά ούτε και το είδος των «ιστοριζόντων»* έχει εξαφανιστεί στις ημέρες μας. Αντίθετα,σήμερα, ένα ετερόκλητο πλήθος νέο-Ορθόδοξων από το οποίο δε λείπουν οι καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι, οι πάσης φύσεως «διανοητές» και όσοι εν πάση περιπτώσει για διάφορους λόγους αισθάνονται «Ελληνάρες», συνεχίζουν να σέρνουν τους κυκλοτερούς αυτούς «εθνικο-ορθόδοξους» χορούς. Αναγορεύουν, μάλιστα, εαυτούς και αλλήλους όχι μόνο σε ακραιφνείς ΄Ελληνες-πατριώτες, αλλά και σε… ευκαιριακούς ιστορικούς. *** Ο ευρύτατος εκλατινισμός των κατοίκων της Βαλκανικής («Ευρώπης») στη διάρκεια τα Ρωμαιοκρατίας, όπως διαπιστώνεται μέσα από την έρευνα και την αξιοποίηση των πληροφοριών των ελάχιστων σωζόμενων ιστορκών πηγών γι΄αυτό το θέμα, είναι μια ιστορική πραγματικότητα ,που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η παραδοσιακή, βέβαια, ιστοριογραφία (ειδικά η ελληνική και η ρουμανική) στην καλύτερη περίπτωση υποβάθμισαν τη σημασία του εκλατινισμού μεγάλων πληθυσμιακών τμημάτων της Βαλκανικής χερσονήσου και στη χειρότερη την απέκρυψε εντελώς. Για να περιοριστούμε στην Ελλάδα,οι συγγραφείς των ελληνικών σχολικών εγχειριδίων από συστάσεως ελληνικού κράτους ούτε διανοήθηκαν ποτέ έστω και με μια νύξη τους να υποκινήσουν την υποψία και την αμφισβήτηση στους ελληνόπαιδες πως η ελληνική γλώσσα δεν είχε σε όλα τα εδάφη της ελληνικής επικράτειας την αδιάλειπτη συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα . Και τις εμμονές απόκρυψης των σχολικών βιβλίων τέτοιων «αιρετικών» θεωριών, θα μπορούσε κανείς να τις ερμηνεύσει, αφού αυτά είναι τα κανάλια διοχέτευσης της κυρίαρχης ιδεολογίας της εκάστοτε εξουσίας και αυτά που χαράσσουν και συντηρούν τη γραμμή της λεγόμενης παραδοσιακής,εθνικής ιστορίας. Όπως, επίσης, θα μπορούσε να εξηγήσει (αλλά όχι και να δικαιολογήσει) τη μονομανία και την ψύχωση όλων των «εθνικών ιστορικών» (και όχι μόνο των ελλήνων) να απο-ανα-δείξουν, μέσω της ιστορίας τα εθνικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την έννοια του έθνους και να θηλυκώνουν το παλιότερο με το νεότερο (πρωτίστως τη γλώσσα) .Δύσκολα ,όμως, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει την ατολμία ή το αβλέπτημα κορυφαίων και μη καθεστωτικών διανοητών, ειδικά στα Βαλκάνια ,να αναδείξουν σε μείζονος σημασίας ιστορικό θέμα αυτό του εκλατινισμού της «Ευρώπης» . Απότοκο αυτού του εκτεταμένου εκλατινισμού, όπως θα δείξουμε στο οικείο κεφάλαιο, μεγάλων πληθυσμιακών «ελληνικών» εδαφών, βυζαντινών, δηλαδή, υπηκόων, υπήρξε η συνεπακόλουθη εξάρτηση αυτών των «Ελλήνων» λατινοφόνων από τον Πάπα και όχι από τον Πατριάρχη, τουλάχιστον μέχρι τον 9ο αιώνα. Με άλλα λόγια για πολλούς αιώνες οι λατινόφωνοι κάτοικοι ειδικά της Ηπείρου ,της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, ίσως και νοτιότερα μέχρι και τη Λαμία, υπήρξαν Καθολικοί και όχι Ορθόδοξοι. Και ευθύς αμέσως θα αποδείξουμε του λόγου το αληθές. Η εκκλησιαστική διαίρεση και διοίκηση της Ηπείρου και της Ιλλυρίας περισσότερο και λιγότερο της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, όπως γνωρίζουν οι επαγγελματίες ιστορικοί, είναι από τα δυσκολότερα κεφάλαια της Ιστορίας, κυρίως λόγω της έλλειψης αξιόπιστων πηγών. Γίνεται πάντως ευκολότερη πιστεύουμε σήμερα με την παράθεση εδώ των ιστορικών εκείνων στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον η΄Ηπειρος, η Μακεδονία και η Θεσσαλία εκκλησιαστικά, κατά τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια, δεν υπήγοντο στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, αλλά στη δικαιοδοσία του Πάπα. Οι αναφορές σε ιστορικά κείμενα και πηγές είναι, βέβαια, ενδεείς ή τουλάχιστον όχι εμφανείς «δια γυμνού οφθαλμού», επειδή ακριβώς είναι σπάνιες και όσες υπάρχουν είναι διάσπαρτες. Μοναδικές, καθαρές πηγές, που αναφέρονται καθοριστικά στο θέμα της δογματικής ταυτότητας των Ελλήνων των παραπάνω περιοχών είναι τα κείμενα των Συναξαριστών-Αγιογράφων και των δύο εκκλησιών. Τα κείμενα αυτά, δεν είναι φυσικά ιστορία και η παράθεση από τους συγγραφείς τους στοιχείων που αξιολογούνται ως ιστορικά, είναι συμπτωματική και εξυπηρετούν άλλο σκοπό και όχι για να τονίσουν την εξάρτηση των παραπάνω περιοχών εκκλησιαστικά από τον Πάπα. Για μας, όμως, αυτή η σύμπτωση είναι καθοριστική και έτσι τα κείμενα των Συναξαριστών «ερήμην» τους αναδεικνύονται σε ιστορικές πηγές και μάλιστα αρκούντως διαφωτιστικές. Από τους ΒΙΟΥΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (΄Η ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ), που καταγράφονται οι αναφορές των αρχαιότερων και νεότερων συναξαριστών ,επιλέγουμε τα εξής ενδεικτικά της εκκλησιαστικής αυτής εξάρτησης Ιλλυρικού, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Γράφουν,λοιπόν, οι Συναξαριστές (σημ. διατηρούμε την ορθογραφία και τη σύνταξη των κειμένων):1. «Ο ΄Αγιος Βονιφάτιος Α΄ο πάπας,418+,αν και πράος ,έδειξε, όμως, μεγάλη σταθερότητα (σ.σ πείσμα-αποφασιστικότητα) κατά των πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι ζητούσαν να επεκτείνουν την δικαιοδοσία τους επί του Ιλλυρικού και της Ελλάδος, επαρχίες οι οποίες ,αν και πολιτικά υποτάσσονταν στην Ανατολή, εκκλησιαστικά, όμως, εξηρτώντο ανέκαθεν από την Ρώμη. Για τούτο υποστήριξε θερμά τα δικαιώματα του Μητροπολίτη Ρούφου της Μακεδονίας και τοποτηρητή της Θεσσαλίας και απαίτησε οι εκλογές επισκόπων στις επαρχίες αυτές να επικυρώνονται μόνο από τον Ρούφο, σύμφωνα με την παλαιότατη παράδοση» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Οκτώβριος 190).2. « Ο ΄Αγιος Λέων Α ΄ο Μέγας, πάπας και διδάσκαλος της εκκλησίας (+461), γράφει στον τοποτηρητή του επίσκοπο Θεσσαλονίκης το 444: Να μην χειροτονείται ποτέ επίσκοπος χωρίς προηγουμένως να σε ειδοποιούν. Δεν θα θεωρούμε επισκόπους όσοι χειροτονούνται χωρίς την συγκατάθεσή σου. Θέλουμε να χειροτονείς τους μητροπολίτες και να τους εκλέγεις εσύ κανονικά. Θα μας στέλνεις, σύμφωνα με την παλαιά συνήθεια τις εφέσεις και τις μεγάλες υποθέσεις, που δεν μπορείς να λύσεις επιτόπου» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Απρίλιος,82).3. « Ο ΄Αγιος Δονάτος ήταν επίσκοπος Ευροίας στην ΄Ηπειρο επί Θεοδοσίου του Μεγάλου» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Απρίλιος,251). 4. «Οι επίσκοποι Ιλλυρίας και Ηπείρου ,σταθεροί στην πίστη τους στη Ρώμη, γράφουν προς τον πάπα Ορμίσδα (+523) και του εκθέτουν τα πράγματα και τις καταπιέσεις του αιρετικού μητροπολίτη…» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ,Αύγουστος,46). 5. «Επί της πατριαρχίας του Επιφανίου, ο πάπας Ιωάννης ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον λαό ,τον κλήρο και τον αυτοκράτορα. Το τελευταίο έτος ,όμως, του Επιφανίου ,ο Ιουστινιανός του απέσπασε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος από τη Θεσσαλονίκη». (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Αύγουστος,184). 6. «Επί Ιγνατίου και Φωτίου, ανακινήθηκε και το ζήτημα της δικαιοδοσίας επί του Ιλλυρικού, το οποίο μέχρι τότε εξηρτάτο από τη Ρώμη» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Οκτώριος,177). ΄Ηδη από τις αρχές του Ε΄μ.χ αιώνα, ο πάπας Ιννοκέντιος ο ΣΤ΄, είχε ονομάσει τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης «προϊστάμενο των εκκλησιαστικών επαρχιών, τοποτηρητή της Ρώμης και βικάριον όλου του Ιλλυρικού».(πρβ. Μ. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΥΡΣΟΣ»,τόμος ΙΒ΄,330).Αυτό σημαίνει πως ο εκπρόσωπος του πάπα είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη και σε αυτόν αναφέρονταν όλοι οι κληρικοί των εκκλησιαστικών περιοχών που ανήκαν στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η κατάσταση αυτή των εκκλησιαστικών πραγμάτων ,η εκκλησιαστική, δηλαδή, εξάρτηση των επαρχιών αυτών από τη Ρώμη, διατηρήθηκε ως το πρώτο μισό του 8ου αιώνα, οπότε ο Λέων ο Γ΄ ΄Ισαυρος αφαίρεσε τις εκκλησιαστικές αυτές περιοχές από τον Πάπα και τις υπήγαγε στη δικαιοδοσίας του Πατριάρχη . ΄Εκτοτε, αρχίζει ένας μεγάλος προσηλυτιστικός αγώνας από την Κωνσταντινούπολη, για να στερεωθεί η ορθή πίστη (ορθόδοξη) των πιστών των νέων ορθόδοξων επαρχιών, που επί αιώνες βρίσκονταν στη δικαιοδοσία και την επιρροή του Πάπα. (βλ.και Μ. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΥΡΣΟΣ»,ΙΒ΄,332). Δεν είναι συμπτωματικό πως το Βυζάντιο, με αφορμή τις δογματικές διαφορές των δύο εκκλησιών, αποσπά τις παραπάνω εκκλησιαστικές περιοχές από τον Πάπα και τις υπάγει στον Πατριάρχη, την εποχή του Λέοντα Ισαύρου ,όταν πια η ελληνική γλώσσα έχει επικρατήσει οριστικά στο ανατολικό κράτος. Η λατινική εγκαταλείπεται από το σύνολο των κατοίκων των περιοχών αυτών, όχι μόνο από την εκκλησιαστική τελετουργία, αλλά και από την καθημερινή ζωή. Γιατί, όμως, το πατριαρχείο, επί τόσους αιώνες επέτρεπε την εξάρτηση των «πολύτιμων» αυτών περιοχών από τον Πάπα; Είναι εύλογο να δεχτούμε πως η εκκλησιαστική αυτή παραχώρηση τους στη Ρώμη, υπαγορεύτηκε, εκτός των άλλων,και από την πρακτική ανάγκη να καταλαβαίνουν τη γλώσσα της εκκλησίας τους οι πιστοί, που στο μεγαλύτερο μέρος τους εδώ ήταν λατινόφωνοι. Η παπική εκκλησία, όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιούσε τη λατινική στη λατρευτική και τη διδακτική διαδικασία των οπαδών της. Η πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων, ειδικά της Ιλλυρίας, Ηπείρου, Μακεδονίας, όντας εκλατινισμένοι, χρησιμοποιούσαν τη λατινική και στις θρησκευτικές τους δραστηριότητες ,όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη ζωή τους. Γι αυτό το λόγο, όπως προαναφέραμε, το ελληνόφωνο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αναγκάστηκε να παραχωρήσει τους λατινόφωνους πιστούς των παραπάνω περιοχών στη λατινόφωνη εκκλησία της Ρώμης**.Μετά το πρώτο «σχίσμα» των δύο εκκλησιών και αφού πια η ελληνική γλώσσα έχει επικρατήσει οριστικά και στις περιοχές αυτές, το Πατριαρχείο δια της πολιτικής εξουσίας, απέσπασε τις εκκλησίες εκείνες από τον Πάπα και δραστηριοποιήθηκε έντονα για την εξάλειψη κάθε ίχνους λατινόφωνου και καθολικού στοιχείου Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τη μακρά αυτή περίοδο της υπαγωγής των «ελληνικών» περιοχών εκκλησιαστικά στον Πάπα, δεν έχουν ακόμα επέλθει η οριστική ρήξη και ο χωρισμός Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας. Οι δογματικές, όμως, διαφορές έχουν ήδη αναφανεί και η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο εκκλησιών είναι εμφανής. Οι Πάπες φανερά διεκδικούν τα πρωτεία, και υποβαθμίζουν το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, έναντι ης Ρώμης. Ακόμα και τα Filioque έχει ήδη επικρατήσει ως δογματική διαφορά στις περισσότερες εκκλησίες της Δύσης (Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία κλ.π).Η Ρώμη, βέβαια, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ,ως τις ημέρες του πάπα Λέντα του Γ΄(τέλος 7ου αι), αποφεύγει να συμπεριλάβει το Filioque επίσημα στο σύμβολο της πίστεως «για να μη δυσαρεστήσει τους ΄Ελληνες και από σεβασμό προς την αρχαιότητα» (ΒΙΟΣ Λέοντα πάπα, Ιούνιος 82).Οι εκκλησίες, επομένως, της Ελλάδας, όσες υπήγοντο στη Ρώμη, είναι φανερό πως και αυτές ακολουθούν τη δογματική ιδιαιτερότητα, που οι πάπες είχαν επιλέξει τότε.*(«ιστορίζοντες»=οι αναγορεύοντες εαυτούς σε ιστορικούς και οι εκλαμβάνοντες την ιστορία ως χόμπυ ή ενασχόληση αργόσχολων συνταξιούχων). ** Η πάγια τακτική της εκκλησίας της Ρώμης για τον εκχριστιανισμό της Βαλτικής ή για άλλες εκκλησιαστικές αποστολές, ήταν να επιλέγει ιεραποστόλους και κληρικούς ,οι οποίοι γνώριζαν τη γλώσσα του πληθυσμιακού κομματιού που ήθελαν να «ευαγγελίσουν».Οι αναφορές και γι αυτό το ζήτημα στα κείμενα των ΒΙΩΝ ΑΓΙΩΝ είναι ενδεικτικές. Επιλέγουμε δύο χαρακτηριστικές:1. «Ο πάπας Βενέδικτος Α΄, χειροτονεί τον Γρηγόριο διάκονο και το 590 ο πάπας Πελάγιος Β, τον στέλνει στην Κωνσταντινούπολη ως εκπρόσωπό του (νούντσιο). Ο Γρηγόριος συνάπτει σχέσεις με μέλη της βυζαντινής κοινωνίας και συνδιαλέγεται με τους φίλους του. Παραμένει επί 6 χρόνια εδώ, αλλά δε φρόντισε να μάθει την ελληνική. Μελέτησε, όμως, καλά την πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική κατάσταση του Βυζαντίου» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Μάρτιος, 97).Είναι φανερό πως ο Γρηγόριος , ο μετέπειτα Πάπας, ο επονομαζόμενος και Διάλογος, δε χρειάστηκε στο ελληνόφωνο Βυζάντιο, όπως τονίζει ο «συναξαριστής», να μάθει την ελληνική, αν και έμεινε 6 ολόκληρα χρόνια ,αφού η λατινική μιλιέται ακόμα σε μεγάλη έκταση εδώ. Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του, φαίνεται πως πράγματι μελέτησε επί τόπου όλο το φάσμα της ζωής του Βυζαντίου, επισκεπτόμενος πολλά μέρη, ζώντας και συζητώντας με τους κατοίκους, γνωρίζοντας ο ίδιος μόνο λατινικά. Τους ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ του Γρηγορίου, θα μεταφράσει στα ελληνικά ο ΄Ελληνας Πάπας Ζαχαρίας κατά τον 8ο αιώνα (παράβαλε ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Μάρτιος,125). 2. «Ο ΄Αγιος Μεθόδιος ,αφού χειροτονήθηκε ιερέας, διορίζεται από τον πάπα επίσκοπος Παννονίας .Εξαιτίας των προστριβών μεταξύ των Γερμανών και Βυζαντινών, διατάχθηκε από τον πάπα να λειτουργεί λατινιστί. Αργότερα η χρήση της σλαυικής στη λειτουργική, επικυρώνεται επίσημα από τον πάπα» (ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, Ιούλιος 60). |
Τελευταία ανανέωση ( 12.11.09 )
|
|
|